ομοιοθερμία

ομοιοθερμία
1. η ύπαρξη τής ίδιας θερμοκρασίας σε όλα τα σημεία ή μέρη ενός σώματος ή συστήματος
2. βιολ. η ικανότητα τών ανώτερων ζώων να διατηρούν σταθερή την εσωτερική τους θερμοκρασία ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία τού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homoiothermy < ομοι(ο)-* + θερμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… …   Dictionary of Greek

  • ομοθερμία — η [ομόθερμος] ομοιοθερμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”